ΤΑ ΖΩΑ | Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ !!
Λευιτικόν 11: 4
Ταύτα όμως δεν θέλετε τρώγει εκ των όσα
αναμασσώσιν ή εκ των όσα είναι δίχηλα· την κάμηλον, διότι αναμασσά μεν, πλην
δεν είναι δίχηλος· είναι ακάθαρτος εις εσάς·
Ο παλαιός άνθρωπος
Ο νέος άνθρωπος
Η νέα φύση
Ο Θεός σώζοντας τον άνθρωπο από τον θάνατο | την αιώνια απώλεια, τον καλεί σε αγιασμό και νέα διαγωγή.
Στην Παλιά Διαθήκη, δόθηκε στον λαό Ισραήλ ο νόμος του Μωυσή μέσα στην έρημο, στο όρος Σινά, με ένα τρόπο νομικό, δηλαδή με πολλές απαγορεύσεις και μεγάλες ποινές, ώστε να οδηγεί τα βήματα των με ασφάλεια σαν ένα νομαδικό λαό (!) που κινείται προς κατάκτηση εδαφών, την γη των υποσχέσεων του Θεού.
Ο νόμος του Μωυσή ήταν πνευματικός, δηλαδή θα μπορούσε
κάποιος, αν είχε καρδιά με επιθυμία να γνωρίσει τον Θεόν να καταλάβει ακριβώς (!) το γιατί και τα διότι των απαγορεύσεων.
Ο Μωυσής στο τελευταίο βιβλίο του νόμου, το Δευτερονόμιο, γράφει:
Τώρα λοιπόν άκουε, Ισραήλ,
τα διατάγματα
και τας κρίσεις,
τας οποίας εγώ σας διδάσκω να κάμνητε,
διά να ζήσητε και να εισέλθητε και να κληρονομήσητε την γην,
την οποίαν Κύριος ο Θεός των πατέρων σας δίδει εις εσάς.
Δεν θέλετε προσθέσει εις τον λόγον τον οποίον
εγώ σας προστάζω,
ουδέ θέλετε αφαιρέσει απ' αυτού·
διά να φυλάττητε τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας, τας οποίας εγώ σας
προστάζω.
Ας το δούμε μαζί:
1. Ο νόμος του Μωυσή αποτελείτο από εντολές | διατάγματα και κρίσεις.
2. Αν κάποιος αγαπούσε τον Θεόν, με καρδιά πλήρη θα μπορούσε να καταλάβει σε βάθος κάθε εντολή (!) αφού ο Θεός έδωσε δια του Μωυσή και τις κρίσεις, δηλαδή το σκεπτικό των εντολών.
3. Ο Μωυσής τόνιζε συνεχώς: «δεν θα προσθέσετε στον λόγο του Θεού και ακόμη, δεν θα αφαιρέσετε κάτι από αυτόν».
ΤΑ ΖΩΑ ΤΑ ΑΚΑΘΑΡΤΑ
Όταν ο Θεός δια των εντολών που ο Μωυσής κατέγραψε στο βιβλίο, το Λευιτικό απαγόρευσε την βρώση κάποιων ζώων, αυτό είχε ένα πνευματικό νόημα.
Ας το δούμε από το Λευιτικό:
Ταύτα όμως δεν θέλετε τρώγει εκ των όσα αναμασσώσιν ή εκ των όσα είναι
δίχηλα·
την κάμηλον, διότι αναμασσά μεν, πλην δεν είναι δίχηλος· είναι
ακάθαρτος εις εσάς·
και τον δασύποδα, διότι αναμασσά μεν, πλην δεν είναι δίχηλος· είναι
ακάθαρτος εις εσάς·
και τον λαγωόν, διότι αναμασσά μεν, πλην δεν είναι δίχηλος· είναι
ακάθαρτος εις εσάς·
και τον χοίρον, διότι είναι μεν δίχηλος και έχει τον πόδα εσχισμένον,
πλην δεν αναμασσά· είναι ακάθαρτος εις εσάς·
από του κρέατος αυτών δεν θέλετε τρώγει και το θνησιμαίον αυτών δεν
θέλετε εγγίζει είναι ακάθαρτα εις εσάς.
Ταύτα θέλετε τρώγει εκ πάντων των εν τοις ύδασι πάντα όσα έχουσι πτερά
και λέπη, εν τοις ύδασι, εν ταις θαλάσσαις και εν τοις ποταμοίς, ταύτα θέλετε
τρώγει.
Και πάντα όσα δεν έχουσι πτερά και λέπη, εν ταις θαλάσσαις και εν τοις
ποταμοίς, από πάντων όσα κινούνται εν τοις ύδασι και από παντός εμψύχου ζώου το
οποίον είναι εν τοις ύδασι, θέλουσιν είσθαι βδελυκτά εις εσάς·
ταύτα εξάπαντος θέλουσιν είσθαι βδελυκτά εις εσάς· από του κρέατος
αυτών δεν θέλετε τρώγει και το θνησιμαίον αυτών θέλετε βδελύττεσθαι.
Πάντα όσα εν τοις ύδασι δεν έχουσι πτερά ούτε λέπη, θέλουσιν είσθαι
βδελυκτά εις εσάς.
Ταύτα δε θέλετε βδελύττεσθαι μεταξύ των πτηνών· δεν θέλουσι τρώγεσθαι
είναι βδελυκτά· ο αετός, και ο γρυπαετός, και ο μελαναετός,
και ο γυψ, και ο ίκτινος κατά το είδος αυτού·
πας κόραξ κατά το είδος αυτού·
και η στρουθοκάμηλος, και η γλαύξ, και ο ίβις, και ο ιέραξ κατά το
είδος αυτού,
Διαβάζοντας για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια μαθητής Χριστού, από την επιστολή του Βαρνάβα, ένα κείμενο περί το 120 μ. Χ. που αποτελείται από 21 κεφάλαια, γραμμένο είτε από τον απόστολο Βαρνάβα, ή από μαθητές του και το οποίο ήταν αποδεκτό σε διάφορες Εκκλησίες μεταξύ των πρώτων αποστολικών πατέρων, μου έκανε εντύπωση η αναφορά στα ακάθαρτα ζώα και η επεξήγηση | η πνευματική ερμηνεία γύρω από κάθε ακάθαρτο ζώο.
Αντιγράφω από το 10ο κεφάλαιο:
Ὅτι δὲ
Μωϋσῆς εἶπεν·
«Οὐ φάγεσθε χοῖρον οὔτε ἀετὸν οὔτε ὀξύπτερον οὔτε κόρακα οὔτε πάντα ἰχθύν, ὃς οὐκ ἔχει λεπίδα ἐν αὐτῷ»,
τρία ἔλαβεν ἐν τῇ συνέσει δόγματα.
Πέρας γέ τοι λέγει αὐτοῖς ἐν τῷ ∆ευτερονομίῳ·
«Καὶ διαθήσομαι πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον τὰ δικαιώματά μου. »
Ἄρα οὖν οὐκ ἔστιν ἐντολὴ θεοῦ τὸ μὴ τρώγειν,
Μωϋσῆς δὲ ἐν πνεύματι ἐλάλησεν.
Τὸ οὖν «χοιρίον» πρὸς τοῦτο εἶπεν· οὐ μὴ κολλη θήσῃ, φησίν, ἀνθρώποις τοιούτοις, οἵτινές εἰσιν ὅμοιοι χοίροις·
τουτέστιν ὅταν σπαταλῶσιν, ἐπιλανθάνονται τοῦ κυρίου, ὅταν δὲ ὑστερῶνται, ἐπιγινώσκουσιν τὸν κύριον, ὡς καὶ ὁ χοῖρος, ὅταν τρώγει, τὸν κύριον οὐκ οἶδεν, ὅταν δὲ πεινᾷ, κραυγάζει, καὶ λαβὼν πάλιν σιωπᾷ.
«Οὐδὲ φάγῃ», φησίν, «τὸν ἀετὸν οὐδὲ τὸν ὀξύπτερον οὐδὲ τὸν ἰκτῖνα οὐδὲ τὸν κόρακα»· οὐ μή, φησίν, κολληθήσῃ οὐδὲ ὁμοιωθήσῃ ἀνθρώποις τοιούτοις, οἵτινες οὐκ οἴδασιν διὰ κόπου καὶ ἱδρῶ τος ἑαυτοῖς πορίζειν τὴν τροφήν,
ἀλλὰ ἁρπάζουσιν τὰ ἀλλό τρια ἐν ἀνομίᾳ αὐτῶν καὶ ἐπιτηροῦσιν ὡς ἐν ἀκεραιοσύνῃ περιπατοῦντες καὶ περιβλέπονται, τίνα ἐκδύσωσιν διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὡς καὶ τὰ ὄρνεα ταῦτα μόνα ἑαυτοῖς οὐ πορίζει τὴν τροφήν, ἀλλὰ ἀργὰ καθήμενα ἐκζητεῖ, πῶς ἀλλο τρίας σάρκας καταφάγῃ, ὄντα λοιμὰ τῇ πονηρίᾳ αὐτῶν.
«Καὶ οὐ φάγῃ», φησίν, «σμύραιναν οὐδὲ πόλυπα οὐδὲ σηπίαν»· οὐ μή, φησίν, ὁμοιωθήσῃ κολλώμενος ἀνθρώ ποις τοιούτοις, οἵτινες εἰς τέλος εἰσὶν ἀσεβεῖς καὶ κεκριμένοι ἤδη τῷ θανάτῳ, ὡς καὶ ταῦτα τὰ ἰχθύδια μόνα ἐπικατά ρατα ἐν τῷ βυθῷ νήχεται μὴ κολυμβῶντα ὡς τὰ λοιπά, ἀλλ' ἐν τῇ γῇ κάτω τοῦ βυθοῦ κατοικεῖ.
Ἀλλὰ καὶ «τὸν δασύποδα οὐ φάγῃ»· πρὸς τί; οὐ μὴ γένῃ, φησίν, παιδοφθόρος οὐδὲ ὁμοιωθήσῃ τοῖς τοιού τοις. Ὅτι ὁ λαγωὸς κατ' ἐνιαυτὸν πλεονεκτεῖ τὴν ἀφό δευσιν–ὅσα γὰρ ἔτη ζῇ, τοσαύτας ἔχει τρύπας.
Ἀλλὰ «οὐδὲ τὴν ὕαιναν φάγῃ»· οὐ μή, φησίν, γένῃ μοιχὸς οὐδὲ φθορεὺς οὐδὲ ὁμοιωθήσῃ τοῖς τοιούτοις.
Πρὸς τί; ὅτι τὸ ζῷον τοῦτο παρ' ἐνιαυτὸν ἀλλάσσει τὴν φύσιν καὶ ποτὲ μὲν ἄρρεν, ποτὲ δὲ θῆλυ γίνεται.
Ἀλλὰ καὶ «τὴν γαλῆν» ἐμίσησεν.
Καλῶς· οὐ μὴ γένῃ, φησίν, τοιοῦτος, οὐδὲ ὁμοιωθήσῃ τοῖς τοιούτοις οἵους ἀκούομεν ἀνομίαν ποιοῦντας ἐν τῷ στόματι δι' ἀκαθαρσίαν, οὐδὲ κολληθήσῃ ταῖς ἀκαθάρτοις ταῖς τὴν ἀνομίαν ποιούσαις ἐν τῷ στόματι. Τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο τῷ στόματι κύει.
Περὶ μὲν τῶν βρωμάτων λαβὼν Μωϋσῆς τρία δόγματα οὕτως ἐν πνεύματι ἐλάλησεν·
οἱ δὲ κατ' ἐπιθυμίαν τῆς σαρκὸς ὡς περὶ βρώσεως προσεδέξαντο.
Λαμβάνει δὲ τῶν αὐτῶν τριῶν δογμάτων γνῶσιν ∆αυὶδ καὶ λέγει ὁμοίως·
«Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν»–καθὼς καὶ οἱ ἰχθύες πορεύονται ἐν σκότει εἰς τὰ βάθη–
«οὐδὲ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν ἔστη»–καθὼς οἱ δοκοῦντες φοβεῖσθαι τὸν κύριον ἁμαρτά νουσιν ὡς ὁ χοῖρος–
«οὐδὲ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν ἐκάθισεν»–καθὼς τὰ πετεινὰ καθήμενα εἰς ἁρπαγήν.
Ἔχετε τελείως καὶ περὶ τῆς βρώσεως.
Ἀλλ' εἶπεν
Μωϋσῆς· «Φάγεσθε πᾶν διχηλοῦν καὶ μαρυκώμενον»
Τί λέγει; ὅτι τὴν τροφὴν λαμβάνων οἶδεν τὸν τρέφοντα αὐτὸν καὶ ἐπ' αὐτῷ ἀναπαυόμενος εὐφραί νεσθαι δοκεῖ. Καλῶς εἶπεν βλέπων τὴν ἐντολήν.
Τί οὖν λέγει; κολλᾶσθε μετὰ τῶν φοβουμένων τὸν κύριον, μετὰ τῶν μελετώντων ὃ ἔλαβον διάσταλμα ῥήματος ἐν τῇ καρδίᾳ, μετὰ τῶν λαλούντων τὰ δικαιώματα κυρίου καὶ τηρούντων, μετὰ τῶν εἰδότων, ὅτι ἡ μελέτη ἐστὶν ἔργον εὐφροσύνης, καὶ ἀναμα ρυκωμένων τὸν λόγον κυρίου.
Τί δὲ τὸ «διχηλοῦν»;
ὅτι ὁ δίκαιος καὶ ἐν τούτῳ τῷ κόσμῳ περιπατεῖ καὶ τὸν ἅγιον αἰῶνα ἐκδέχεται. Βλέπετε, πῶς ἐνομοθέτησεν Μωϋσῆς καλῶς.
Ἀλλὰ πόθεν ἐκείνοις ταῦτα νοῆσαι ἢ συνιέναι;
ἡμεῖς δὲ δικαίως νοήσαντες τὰς ἐντολὰς λαλοῦμεν, ὡς ἠθέλησεν κύριος.
∆ιὰ τοῦτο περιέτεμεν τὰς ἀκοὰς ἡμῶν καὶ τὰς καρδίας, ἵνα συνιῶμεν ταῦτα.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ, Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Λυπάμαι αν σας κούρασα με τα κείμενα της επιστολής Βαρνάβα, που δεν τα μελετούμε σήμερα, όμως θεώρησα σκόπιμο | χρήσιμο την μεταφορά αυτούσια.
Ας δούμε τι λέγει ο λόγος του Θεού στην Καινή Διαθήκη, σχετικά με την διαγωγή των μαθητών του Χριστού.
Από την 1η
επιστολή του Πέτρου:
αποθέμενοι ούν πάσαν κακίαν
και πάντα δόλον
και υποκρίσεις
και φθόνους
και πάσας καταλαλιάς
ως αρτιγέννητα βρέφη το λογικόν άδολον γάλα επιποθήσατε ίνα εν αυτώ
αυξηθήτε
είπερ εγεύσασθε ότι χρηστός ο κύριος
Από την επιστολή του Παύλου,
προς τους Εφεσίους:
αποθέσθαι
υμάς κατά την προτέραν αναστροφήν
τον
παλαιόν άνθρωπον
τον
φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης
ανανεούσθαι δε τω πνεύματι του νοός υμών
και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον
τον κατά θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας
διό αποθέμενοι το ψεύδος
λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού ότι εσμέν αλλήλων μέλη
οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε
ο ήλιος μη επιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών
μηδέ δίδοτε τόπον τω διαβόλω
ο κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω
μάλλον δε κοπιάτω εργαζόμενος το αγαθόν ταις χερσίν ίνα έχη μεταδιδόναι
τω χρείαν έχοντι
πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών
μη εκπορευέσθω αλλ΄ ει τις αγαθός προς οικοδομήν της χρείας ίνα δω χάριν
τοις ακούουσι
και μη λυπείτε το πνεύμα το άγιον του θεού
εν ω εσφραγίσθητε εις ημέραν απολυτρώσεως
πάσα πικρία
και θυμός
και οργή και κραυγή
και βλασφημία
αρθήτω αφ΄ υμών συν πάση κακία
γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί
εύσπλαγχνοι
χαριζόμενοι εαυτοίς
καθώς και ο θεός εχαρίσατο ημίν εν χριστω
Ας το δούμε μαζί:
1. Στην Καινή Διαθήκη ο άνθρωπος ο αναγεννημένος, είναι ακόμη (!) με κακή διαγωγή.
2. Είναι κακομαθημένος
3. Είναι τεμπέλης
4. Είναι οκνηρός
5. Είναι ψεύτης
6. Είναι κλέφτης
7. Είναι οργίλος
8. Είναι υποκριτής
9. Είναι βλάσφημος
10. Είναι άφρων στους λόγους του
11. Λυπεί μόνιμα το Άγιο Πνεύμα
12. Δεν είναι κατάλληλος για να μπει στην Βασιλεία των ουρανών, αν (!)
13. Αν (!) δεν αγιαστεί και καθαριστεί και αποβάλλει τον παλαιό άνθρωπο.
Αμήν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου