Η ΜΑΡΘΑ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΑ!
Λουκάς 10: 38 Και
ενώ αναχωρούσαν, αυτός μπήκε μέσα σε κάποια κωμόπολη· και μια γυναίκα, που
ονομαζόταν Μάρθα, τον υποδέχθηκε στο σπίτι της.
Δύο αδελφές διαφορετικές!
Μάρθα: πολλά μαζί!
Μαρία: ένα κάθε φορά!
Μια αναφορά μοναδική (!) από το Ευαγγέλιο του Λουκά, μας
διαφωτίζει όσον αφορά την ψυχολογία των τέκνων του Θεού, που ακολουθούν τον Ιησού Χριστό.
Διαβάζουμε:
«Και ενώ αναχωρούσαν, αυτός μπήκε μέσα σε κάποια κωμόπολη· και μια
γυναίκα, που ονομαζόταν Μάρθα, τον υποδέχθηκε στο σπίτι της. Κι αυτή είχε μια
αδελφή, που την έλεγαν Μαρία, η οποία αφού κάθησε στα πόδια τού Ιησού, άκουγε
τον λόγο του. Η Μάρθα, όμως, καταγινόταν σε πολλή υπηρεσία· και όταν ήρθε
μπροστά του, είπε: Κύριε, δεν σε μέλει ότι η αδελφή μου με άφησε μόνη να
υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει. Και απαντώντας ο Ιησούς είπε σ'
αυτήν: Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι για πολλά· εντούτοις, για ένα
υπάρχει ανάγκη· η Μαρία, όμως, διάλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα
αφαιρεθεί απ' αυτήν».
Η κάθε μια αδελφή ήταν ξεχωριστή για τον Κύριο Ιησού, αφού η
κάθε μια προσέφερε στον Κύριο αυτό που, Εκείνος αγαπούσε.
Τι ήταν αυτό;
Η πίστη και η λατρεία στο πρόσωπο του Ιησού!
Η ΜΑΡΘΑ
Ήταν μια πολύ αγαπητή και εκλεκτή δούλη του Θεού, που κατοικούσε
στην Βηθανία.
Φαίνεται (!) ότι ήταν ο ιδιοκτήτης της κατοικίας που
υποδέχτηκε τον Ιησού.
Ακόμη (!) φαίνεται η πρωτοβουλία της και οι ικανότητες της να
σχεδιάσει την υποδοχή του Κυρίου και ακόμη να σκεφτεί όλα τα φαγητά και τα
εδέσματα (όχι ένα απλό φαγητό).
Προφανώς, οι ικανότητες της Μάρθας ήσαν μεγάλες και ίσως, ήταν πιο μορφωμένη από σχολεία της εποχής.
Όμως, μέσα στην ασχολία της να υπηρετήσει τον Κύριο με ότι
καλύτερο είχε στο νου της, άρχισε να κουράζεται, να καταλαβαίνει ότι δεν θα
προλάβει το πρόγραμμα του Κυρίου και εκεί αγανάκτησε (!) απέναντι στην Μαρία που
καθόταν απαθής και άκουγε.
Ξαφνικά (!) η Μάρθα δεν συγκρατήθηκε και φωνάζει: «Κύριε, δεν σε μέλει ότι η αδελφή μου με
άφησε μόνη να υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει».
Ο Κύριος Ιησούς, δεν τα έχασε!
Απαντά, λέγοντας: «Μάρθα,
Μάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι για πολλά· εντούτοις, για ένα υπάρχει ανάγκη· η
Μαρία, όμως, διάλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα αφαιρεθεί απ' αυτήν».
Η απάντηση του Κυρίου μας, εκφράζει την σοφία και την
δικαιοσύνη Του.
Δεν ήθελε ο Κύριος, να πικράνει την Μάρθα αλλά ούτε και την Μαρία.
Αναγνώρισε το έργο της Μάρθας, που ήταν η ετοιμασία του
φαγητού και άλλων ζητημάτων που είχε φορτώσει το μυαλό της.
Όμως ο Κύριος της έδωσε μια συμβουλή, που διέκρινε μέσα στην
ψυχολογία της: «στενοχωριέσαι και
αγωνίζεσαι να κάμεις πολλά μαζί!»
Η ΜΑΡΙΑ
Ήταν μια πολύ απλή γυναίκα κάτοικος της Βηθανίας.
Είχε γνωρίσει τον Ιησού και τον ακολουθούσε όποτε ο Κύριος ήταν
κοντά στην πόλη της.
Όταν ο Κύριος επισκέφτηκε το σπίτι της, είδε την αδελφή της την
Μάρθα να κάνει ετοιμασίες.
Πράγματι ο Κύριος ήταν ανάμεσα τους, ίσως να ήταν και κάποιοι
άλλοι, μαζί με τους δώδεκα και η αδελφή της η Μάρθα αγχώθηκε, τρέχοντας ώστε να
καλύψει τις ανάγκες του φαγητού και του «τραπεζιού» της εποχής.
Η Μαρία έχει καθίσει στα πόδια του Κυρίου και έχει απορροφηθεί
επί ώρα.
Ξαφνικά, ακούει τις φωνές της Μάρθας!
Η Μαρία παγώνει, δεν ξέρει τι να αποκριθεί!
Και τότε ο Κύριος Ιησούς, αναλαμβάνει την υπεράσπιση της Μαρίας.
Τον ακούει, να λέει: «η
Μαρία, όμως, διάλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα αφαιρεθεί απ' αυτήν».
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΔΥΝΑΤΟ
Άλλη μια φορά, παρομοίως, διαβάζουμε:
«Ο Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε στη Βηθανία, όπου
ήταν ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς. Και του
έκαναν εκεί δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε· ο δε Λάζαρος ήταν ένας από τους
συγκαθήμενους μαζί του.
Τότε, η Μαρία, αφού πήρε μία λίτρα από πολύτιμη καθαρή νάρδο, άλειψε τα πόδια τού Ιησού, και με τις τρίχες της σκούπισε τα πόδια του· και το σπίτι γέμισε από την ευωδιά τού μύρου. Λέει, λοιπόν, ένας από τους μαθητές του, ο Ιούδας τού Σίμωνα, ο Ισκαριώτης, που επρόκειτο να τον παραδώσει: Γιατί τούτο το μύρο δεν πουλήθηκε για 300 δηνάρια, και δεν δόθηκε στους φτωχούς; Και το είπε αυτό, όχι επειδή τον ένοιαζε για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέφτης, και είχε το γλωσσόκομο, και βάσταζε εκείνα που έρριχναν μέσα σ' αυτό.
Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε: Άφησέ την· το φύλαξε για την ημέρα τού ενταφιασμού μου. Επειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν με έχετε πάντοτε».
Ο Ιησούς
υπερασπίζεται τον αδύνατο!
Αφού ο Κύριος Ιησούς ανέστησε τον Λάζαρο, τον αδελφό της Μάρθας
και της Μαρίας έγινε και πάλι στο σπίτι των υποδοχή μεγάλη, ένας δείπνος.
Ξαφνικά εμφανίζεται η Μαρία να κρατά μια λίτρα της εποχής
από πολύτιμο μύρο, καθαρή νάρδο, μεγάλης
αξίας.
Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων (!) η Μαρία άλειψε τα
πόδια τού Ιησού, και με τις τρίχες της σκούπισε τα πόδια του· και το σπίτι
γέμισε από την ευωδιά τού μύρου.
Όλοι (!) το είδαν σαν μια σπατάλη και ιδιαίτερα ο Ιούδας,
που είχε το ταμείο της ομάδας.
Και ο Κύριος, πήρε τον λόγο.
Έπρεπε να καλύψει την Μαρία και το παράξενο έργο της!
Είπε ο Ιησούς: «Άφησέ
την· το φύλαξε για την ημέρα τού ενταφιασμού μου. Επειδή, τους φτωχούς τούς
έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν με έχετε πάντοτε».
ΜΑΡΘΑ (Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ) – ΜΑΡΙΑ (Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ)
Για να καταλάβουμε την διαφορά μεταξύ των δύο αδελφών Μάρθας
και Μαρίας, ας δούμε την αντίδραση των δυο αδελφών όταν συνάντησαν τον Ιησού να
φτάνει στην Βηθανία, όταν ο Λάζαρος είχε ήδη πεθάνει.
Διαβάζουμε για την Μάρθα:
«Η Μάρθα, λοιπόν, καθώς άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς, τον προϋπάντησε·
ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι. Η Μάρθα, λοιπόν, είπε στον Ιησού: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο
αδελφός μου· αυτός, και τώρα ξέρω ότι, όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου
τα δώσει. Ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: Ο αδελφός σου θα αναστηθεί. Η Μάρθα λέει σ’
αυτόν: Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά
την ανάσταση στην έσχατη ημέρα. Ο Ιησούς είπε σ’ αυτήν: Εγώ είμαι η ανάσταση
και η ζωή· αυτός που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει. Και καθένας
που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν πρόκειται να πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις
αυτό; Του λέει: Ναι, Κύριε, εγώ πίστεψα
ότι, εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός αυτός Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο».
Και διαβάζουμε για την Μαρία, σχετικά:
«Η Μαρία, λοιπόν, καθώς ήρθε όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας σ' αυτόν:
Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε
ο αδελφός μου. Και ο Ιησούς, καθώς την είδε να κλαίει, και τους Ιουδαίους, που
είχαν έρθει μαζί της, να κλαίνε, συνταράχθηκε νιώθοντας βαθιά συγκίνηση, και
είπε: Πού τον βάλατε; Του λένε: Κύριε, έλα και δες. Δάκρυσε ο Ιησούς».
Η Μαρία, έκανε τον Ιησού να κλάψει!
Διαβάζουμε και πάλι:
«Ο Ιησούς, λοιπόν, στενάζοντας πάλι
μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Υπήρχε δε ένα σπήλαιο, και επάνω του ήταν τοποθετημένη
μια πέτρα».
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ;
Στο ερώτημα που μπορεί κάποιος να θέσει (!) η απάντηση είναι
και οι δύο είναι καλές μπροστά στον Ιησού Χριστό και στον Πατέρα Θεό.
Η κάθε μια έχει κάτι ιδιαίτερο ΚΑΙ μοναδικό να δώσει στον
Χριστό και στις ανάγκες του έργου του Ευαγγελίου, της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Ιωάννης 12: 1 Ο
Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε στη Βηθανία, όπου ήταν ο
Λάζαρος, που είχε πεθάνει, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου